Ἀχεροντίᾳ

Ἀχεροντίᾳ
Ἀχεροντίᾱͅ , Ἀχερόντιος
of Acheron
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχεροντία — (acherontia). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των σφιγγιδών. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη και στα νησιά των Αζόρων. Το τέλειο έντομο έχει άνοιγμα πτερύγων 10 12 εκ., ενώ το μήκος της προνύμφης μπορεί να φτάσει …   Dictionary of Greek

  • Ἀχερόντια — Ἀχερόντιος of Acheron neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχεροντίαν — Ἀχεροντίᾱν , Ἀχερόντιος of Acheron fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”